- καύλα
- η1) похоть, вожделение; 2) эрекция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καύλα — η 1. η στύση τού πέους 2. (γενικά) έντονη επιθυμία για συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλώνω υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
COLAX — apud Raymundum Agilaeum, de Arce Antiochena: In colle autem Septentrionali Castellum quoddam est et in medio collis castellum aliud, quod Groecâ colax vocatur; Acropolis est, castellum, arx, Graecis Barbaris, hos enim Raymundus intelligit, Καυλὰ … Hofmann J. Lexicon universale
καυλιάρης — α, ικο αυτός που έχει συχνές και έντονες σεξουαλικές διεγέρσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αρρωστ ιάρης, κουλτουρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
καύλωμα — το [καυλώνω] η καύλα … Dictionary of Greek